ναυαρχίς

ναυαρχίς
ναυαρχίς
admiral's flagship
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχίδα — ναυαρχίς admiral s flagship fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίδες — ναυαρχίς admiral s flagship fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίδι — ναυαρχίς admiral s flagship fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίδος — ναυαρχίς admiral s flagship fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυαρχίδων — ναυαρχίς admiral s flagship fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NAVARCHUS Thoracatus — inter Parrhasii opera, memoratur Flinio l. 35. c. 10. Idempinxit et Thesea, qui Romae in Capitolio fuit: et Navarchum Thoracatum. Est autem Navarchus classis praefectus, Graece Νάυκρχος, de quo officio vide in vocibus Admirallus; item… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηγεμόνη — Αρχαιοελληνική χθόνια θεότητα, που ταυτίστηκε αργότερα με την Άρτεμη. Με την επίκληση Η. λατρευόταν η Άρτεμη στη Σπάρτη, στην Αρκαδία, στην Τεγέα, στην Αμβρακία, στην Αιτωλία, στον Πειραιά και στην Τήνο. Το όνομα είχε και τον τύπο Αγημώ. * * *… …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχίδα — η (Α ναυαρχίς) πολεμικό πλοίο, συνήθως ένα από τα ισχυρότερα πολεμικής ναυτικής μοίρας, στο οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος ή, γενικότερα, ο αρχηγός τού στόλου («τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη, ναυαρχίδα», Βαλαωρ.) νεοελλ. φρ. «κυβερνήτης ναυαρχίδας»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”